- καθαίρεση
- η (AM καθαίρεσις) [καθαιρῶ]αφαίρεση αξιώματος, έκπτωση, έξωση, απομάκρυνση από αξίωμανεοελλ.φρ. «στρατιωτική καθαίρεση» — αφαίρεση στρατιωτικού αξιώματοςαρχ.1. κατεδάφιση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα («περὶ δὲ τῶν τειχών τής καθαιρέσεως οὐδεὶς ἐβούλετο συμβουλεύειν», Ξεν.)2. μτφ. κατάπτωση («ἀναστήσωμεν τὴν καθαίρεσιν τοῡ λαοῡ ἡμῶν», ΠΔ)3. υποδούλωση, καθυπόταξη4. καταστροφή, φόνος, σφαγή5. ελάττωση, μείωση6. κατάλυση, ανατροπή7. αδυνάτισμα, απίσχνανση («καθαίρεσις τῶν σωμάτων», Αριστοτ.)8. κατέβασμα από τον ουρανό, δηλ. έκλειψη τού Ηλίου ή τής Σελήνης)9. στον πληθ. αἱ καθαιρέσειςτα ερείπια.
Dictionary of Greek. 2013.